↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοοπτάτσια οι κοοπτάτσιες
      γενική της κοοπτάτσιας των κοοπτατσιών
    αιτιατική την κοοπτάτσια τις κοοπτάτσιες
     κλητική κοοπτάτσια κοοπτάτσιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοοπτάτσια < ρωσική кооптация (kooptátsia) < λατινική cooptatio (εκλογή για αναπλήρωση) < (cum (μαζί) >) co- + opto (εκλέγομαι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.oˈpta.t͡si.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ο‐πτ;a‐τσi‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοοπτάτσια θηλυκό

  • διαδικασία εκλογής νέων μελών σε μια συλλογική ομάδα όπου δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα υπάρχοντα μέλη της

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)