κοντσές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοντσές | οι | κοντσέδες |
γενική | του | κοντσέ | των | κοντσέδων |
αιτιατική | τον | κοντσέ | τους | κοντσέδες |
κλητική | κοντσέ | κοντσέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοντσές < (άμεσο δάνειο) τουρκική gonce < περσική غنچه (g̠ẖuncha)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοντσές ουδέτερο
- (παρωχημένο) (κρητικά) το μπουμπούκι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοντσές
→ δείτε τη λέξη μπουμπούκι |
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014