κοντομάλλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοντομάλλης | η | κοντομάλλα | το | κοντομάλλικο |
γενική | του | κοντομάλλη | της | κοντομάλλας | του | κοντομάλλικου |
αιτιατική | τον | κοντομάλλη | την | κοντομάλλα | το | κοντομάλλικο |
κλητική | κοντομάλλη | κοντομάλλα | κοντομάλλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοντομάλληδες | οι | κοντομάλλες | τα | κοντομάλλικα |
γενική | των | κοντομάλληδων | — | των | κοντομάλλικων | |
αιτιατική | τους | κοντομάλληδες | τις | κοντομάλλες | τα | κοντομάλλικα |
κλητική | κοντομάλληδες | κοντομάλλες | κοντομάλλικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κοντομάλλης, -α, -ικο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοντομάλλης
|
Πηγές επεξεργασία
- κοντομαλλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)