Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κονιοσκόπιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κονιοσκόπι
ο
τα
κονιοσκόπι
α
γενική
του
κονιοσκοπί
ου
&
κονιοσκόπι
ου
των
κονιοσκοπί
ων
αιτιατική
το
κονιοσκόπι
ο
τα
κονιοσκόπι
α
κλητική
κονιοσκόπι
ο
κονιοσκόπι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κονιοσκόπιο
<
κόνις
(
σκόνη
) +
-σκόπιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κονιοσκόπιο
ουδέτερο
(
τεχνολογία
): ειδική
συσκευή
με την οποία ανιχνεύεται
ρύπανση
από σκόνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κονιοσκόπιο