Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κονιορτοθύελλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κονιορτοθύελλ
α
οι
κονιορτοθύελλ
ες
γενική
της
κονιορτοθύελλ
ας
των
κονιορτοθυελλ
ών
αιτιατική
την
κονιορτοθύελλ
α
τις
κονιορτοθύελλ
ες
κλητική
κονιορτοθύελλ
α
κονιορτοθύελλ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κονιορτοθύελλα
<
κονιορτός
+
-ο-
+
θύελλα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κονιορτοθύελλα
θηλυκό
θύελλα
που σηκώνει και μεταφέρει πολύ
κονιορτό
,
σκόνη
ή
άμμο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κονιορτοστρόβιλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κονιορτοθύελλα