κονιορτοστρόβιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κονιορτοστρόβιλος | οι | κονιορτοστρόβιλοι |
γενική | του | κονιορτοστρόβιλου & κονιορτοστροβίλου |
των | κονιορτοστρόβιλων & κονιορτοστροβίλων |
αιτιατική | τον | κονιορτοστρόβιλο | τους | κονιορτοστρόβιλους & κονιορτοστροβίλους |
κλητική | κονιορτοστρόβιλε | κονιορτοστρόβιλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακονιορτοστρόβιλος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κονιορτοστρόβιλος
|