↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κονιορτοστρόβιλος οι κονιορτοστρόβιλοι
      γενική του κονιορτοστρόβιλου
κονιορτοστροβίλου
των κονιορτοστρόβιλων
κονιορτοστροβίλων
    αιτιατική τον κονιορτοστρόβιλο τους κονιορτοστρόβιλους
κονιορτοστροβίλους
     κλητική κονιορτοστρόβιλε κονιορτοστρόβιλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονιορτοστρόβιλος < κονιορτός + -ο- + στρόβιλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονιορτοστρόβιλος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία