κομπογιαννίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομπογιαννίτικος < κομπογιαννίτης + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
κομπογιαννίτικος
- που έχει σχέση με κομπογιαννίτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κομπογιαννίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομπογιαννίτικος
|