κομματάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομματάρα | οι | κομματάρες |
γενική | της | κομματάρας | — | |
αιτιατική | την | κομματάρα | τις | κομματάρες |
κλητική | κομματάρα | κομματάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομματάρα < κομμάτ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομματάρα θηλυκό
- πολύ μεγάλο κομμάτι
- του είπα να μου φέρει μια φετούλα ψωμί και αυτός μου έφερε ολόκληρη κομματάρα
Συνώνυμα
επεξεργασία- κομμάτα
- (ιδιωματικό) γκουμούτσα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κομμάτι