chunk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chunk | chunks |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαchunk (en)
- η κομματάρα
- ⮡ I told him to bring me a small slice of bread and he brought me a entire chunk.
- Του είπα να μου φέρει μια φετούλα ψωμί και αυτός μου έφερε ολόκληρη κομματάρα.
- ⮡ Cut me a chunk of cake.
- Κόψε μου μια κομματάρα κέικ.
- ⮡ I told him to bring me a small slice of bread and he brought me a entire chunk.
- (ανεπίσημο) το τμήμα, μια αρκετά μεγάλη ποσότητα από κάτι
- ⮡ a considerable chunk of votes - ένα σημαντικό τμήμα των ψήφων