γκουμούτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκουμούτσα | οι | γκουμούτσες |
γενική | της | γκουμούτσας | — | |
αιτιατική | την | γκουμούτσα | τις | γκουμούτσες |
κλητική | γκουμούτσα | γκουμούτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκουμούτσα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡuˈmu.t͡sa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκουμούτσα θηλυκό
- (αργκό) αντικείμενο μεγάλο και άκομψο
- φορούσε στο δάχτυλό της ένα δαχτυλίδι τεράστιο, μια γκουμούτσα που σκέπαζε όλο το χέρι