kawał
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkawał (pl) αρσενικό
- μεγεθυντικό του kawałek, η κομματάρα, η κομμάτα
- (συνεκδοχικά) πολύς, αρκετός
- mamy jeszcze kawał drogi, żeby dojechać do Warszawy - έχουμε ακόμα πολύ δρόμο για να φτάσουμε στη Βαρσοβία
- η πλάκα, το αστείο, το ανέκδοτο
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη kawałek