Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολυμπηθρόξυλο τα κολυμπηθρόξυλα
      γενική του κολυμπηθρόξυλου των κολυμπηθρόξυλων
    αιτιατική το κολυμπηθρόξυλο τα κολυμπηθρόξυλα
     κλητική κολυμπηθρόξυλο κολυμπηθρόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολυμπηθρόξυλο < + -ό- + ξύλο (με επίδραση της λέξης κολυμπήθρα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολυμπηθρόξυλο ουδέτερο

  1. (μεταφορικά) με την έννοια μιας βίαιης κατάστασης που άφησε πίσω της καταστροφή (τόση που να μην μείνει ξύλο ικανού μεγέθους για να βοηθήσει κάποιον να πιαστεί και να επιπλεύσει)
    ※  (βίαια κατάσταση - στο παράθεμα, σεισμός) Και κοιμόμουν στο δωμάτιό μου, όταν ξαφνικά, σκάει ένας σεισμός. Μιλάμε δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο (Ιφιγένεια εν γένει... Tragic!, Λίλιαν Π. Δημητρακοπούλου, CREATIVE CODE, 2015)
    ※  (στο παράθεμα οικονομική καταστροφή / διάλυση) Ο πατέρας όποτε ήθελε ερχότανε, ήτανε μπεκρής, όλο στην ταβέρνα πήγαινε, ήτανε τυρέμπορος, να πάει να δουλέψει δεν ήξερε τι πά' να πει, είχε πάρει κι ένα χτήμα, το πούλησε, δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο ( Τρεις Ρωμιοί, Ζωή Θ. Σπυροπούλου, Κέδρος, 2006)
    ※  (στο παράθεμα, πιο κοντά στην κυριολεκτική έννοια ότι δεν έμεινε τίποτα ικανού μεγέθους) Τα περισσότερα «λείψανα» είχαν κάνει φτερά. Άλλοι, πιο καπάτσοι, είχαν επέμβει και δεν είχαν αφήσει κολυμπηθρόξυλο στα οστεοφυλάκια των μονών. (Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος ο ελευθερωτής, ιστορικό μυθιστόρημα, Γιώργος Λεονάρδος, Εκδ. Λιβάνης, 2005, σελ. 34)
    ※  (στο παράθεμα υποδηλώνεται βίαιη κατάσταση / συμπεριφορά) Τα έκαναν κολυμπηθρόξυλο επειδή τους έκοψαν το ρεύμα. Χαστούκισαν υπάλληλο, έβριζαν και έσπασαν υπολογιστή! (από ανεπίσημη δημοσιογραφική επικεφαλίδα γεγονότος)
  2. (κυριολεκτικά) το ξύλο από ένα ναυάγιο που μπορεί να δώσει ευκαιρία ζωής σε έναν ναυαγό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • δεν έμεινε/θα μείνει κολυμπηθρόξυλο: (λαϊκότροπο) δεν έμεινε/θα μείνει τίποτε όρθιο, έγινε/θα γίνει χαμός
     συνώνυμα: δεν έμεινε/θα μείνει πέτρα πάνω σε πέτρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία