Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολοφώνιο τα κολοφώνια
      γενική του κολοφωνίου
κολοφώνιου
των κολοφωνίων
    αιτιατική το κολοφώνιο τα κολοφώνια
     κλητική κολοφώνιο κολοφώνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μερικά κολοφώνια

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολοφώνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική colophonium < λατινική colophonia < αρχαία ελληνική κολοφωνία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.loˈfo.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λο‐φώ‐νι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολοφώνιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία