Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολοκάσι τα κολοκάσια
      γενική του κολοκασιού των κολοκασιών
    αιτιατική το κολοκάσι τα κολοκάσια
     κλητική κολοκάσι κολοκάσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολοκάσι < αγγλική colocasia (esculenta) < λατινική colocasia < (ελληνιστική κοινήκολοκασία / κολοκάσιον (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολοκάσι ουδέτερο

  1. (φυτό, κυπριακά) τροπικό πολυετές φυτό, το οποίο καλλιεργείται για τον βρώσιμο κορμό και τις βρώσιμες ρίζες του (κόνδυλοι)
  2. (κυπριακά) ο κόνδυλος του παραπάνω φυτού· το μικρό κολοκάσι ονομάζεται πούλλα

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία