κολοκάσι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολοκάσι | τα | κολοκάσια |
γενική | του | κολοκασιού | των | κολοκασιών |
αιτιατική | το | κολοκάσι | τα | κολοκάσια |
κλητική | κολοκάσι | κολοκάσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολοκάσι < αγγλική colocasia (esculenta) < λατινική colocasia < (ελληνιστική κοινή) κολοκασία / κολοκάσιον (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολοκάσι ουδέτερο
- (φυτό, κυπριακά) τροπικό πολυετές φυτό, το οποίο καλλιεργείται για τον βρώσιμο κορμό και τις βρώσιμες ρίζες του (κόνδυλοι)
- (κυπριακά) ο κόνδυλος του παραπάνω φυτού· το μικρό κολοκάσι ονομάζεται πούλλα