Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινωνιοπάθεια οι κοινωνιοπάθειες
      γενική της κοινωνιοπάθειας των κοινωνιοπαθειών
    αιτιατική την κοινωνιοπάθεια τις κοινωνιοπάθειες
     κλητική κοινωνιοπάθεια κοινωνιοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωνιοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sociopathy < sociopath < (αρχαία ελληνική κοινωνία) κοινωνιο- + πάθεια (πάθος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοινωνιοπάθεια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία