κοινωνικός λειτουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοινωνικός λειτουργός | οι | κοινωνικοί λειτουργοί |
γενική | του | κοινωνικού λειτουργού | των | κοινωνικών λειτουργών |
αιτιατική | τον | κοινωνικό λειτουργό | τους | κοινωνικούς λειτουργούς |
κλητική | κοινωνικέ λειτουργέ | κοινωνικοί λειτουργοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινωνικός λειτουργός < κοινωνικός & λειτουργός· (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική social worker
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοινωνικός λειτουργός αρσενικό (θηλυκό κοινωνική λειτουργός)
- (επάγγελμα) ειδικευμένος που ασχολείται με την άσκηση της κοινωνικής πρόνοιας, της κοινωνικής πολιτικής
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινωνικός λειτουργός