↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινωνική λειτουργός οι κοινωνικές λειτουργοί
      γενική της κοινωνικής λειτουργού των κοινωνικών λειτουργών
    αιτιατική την κοινωνική λειτουργό τις κοινωνικές λειτουργούς
     κλητική κοινωνική λειτουργέ κοινωνικές λειτουργοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινωνική λειτουργός < κοινωνική, θηλυκό του κοινωνικός & λειτουργός

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κοινωνική λειτουργός θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοινωνικός λειτουργός