κοινοτάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | κοινοτάρχης | οι | κοινοτάρχες |
γενική | του του/της |
κοινοτάρχη κοινοτάρχου |
των | κοινοταρχών |
αιτιατική | τον/την | κοινοτάρχη | τους/τις | κοινοτάρχες |
κλητική | κοινοτάρχη (κοινοτάρχα) |
κοινοτάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοινοτάρχης < κοινότ(ητα) + -άρχης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινοτάρχης αρσενικό ή θηλυκό
- πρόεδρος μιας κοινότητας