Ετυμολογία

επεξεργασία
κλωσάω < κλωσ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλωσσῶ (όπως στο κλώσσα, με ορθογραφική απλοποίηση των δύο ⟨σσ⟩) [1] < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κλώσσω < αρχαία ελληνική κλώζω < (ηχομιμητική λέξη)[2]
 
Κότα που κλωσάει αυγά.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kloˈsa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλω‐σά‐ω

κλωσάω/κλωσώ, αόρ.: κλώσησα, παθ.φωνή: κλωσιέμαι, π.αόρ.: κλωσήθηκα, μτχ.π.π.: κλωσημένος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • με δύο σίγμα, κλωσσ- όπως και όλα τα συγγενικά (ετυμολογική γραφή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κλωσάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.