κλωσάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλωσάω < κλωσ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλωσσῶ (όπως στο κλώσσα, με ορθογραφική απλοποίηση των δύο ⟨σσ⟩) [1] < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κλώσσω < αρχαία ελληνική κλώζω < (ηχομιμητική λέξη)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kloˈsa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλω‐σά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακλωσάω/κλωσώ, αόρ.: κλώσησα, παθ.φωνή: κλωσιέμαι, π.αόρ.: κλωσήθηκα, μτχ.π.π.: κλωσημένος
- (για πουλιά, κυρίως για κότα) επωάζω τ’ αβγά καθισμένος πάνω τους
Εκφράσεις
επεξεργασία- τα κλωσάω: (μεταφορικά) κωλυσιεργώ αδικαιολόγητα και καθυστερώ κάτι
Άλλες γραφές
επεξεργασία- με δύο σίγμα, κλωσσ- όπως και όλα τα συγγενικά (ετυμολογική γραφή)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακλώσητος / ακλώσσητος
- κλώσα / κλώσσα
- κλώσημα / κλώσσημα
- κλωσημένος / κλωσσημένος
- κλωσομηχανή / κλωσσομηχανή
- κλωσοπουλάκι / κλωσσοπουλάκι
- κλωσοπούλι / κλωσσοπούλι
- κλωσόπουλο / κλωσσόπουλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλωσάω - κλωσώ | κλωσούσα | θα κλωσάω - κλωσώ | να κλωσάω - κλωσώ | κλωσώντας | |
β' ενικ. | κλωσάς | κλωσούσες | θα κλωσάς | να κλωσάς | κλώσα - κλώσαγε | |
γ' ενικ. | κλωσάει - κλωσά | κλωσούσε | θα κλωσάει - κλωσά | να κλωσάει - κλωσά | ||
α' πληθ. | κλωσάμε - κλωσούμε | κλωσούσαμε | θα κλωσάμε - κλωσούμε | να κλωσάμε - κλωσούμε | ||
β' πληθ. | κλωσάτε | κλωσούσατε | θα κλωσάτε | να κλωσάτε | κλωσάτε | |
γ' πληθ. | κλωσάν(ε) - κλωσούν(ε) | κλωσούσαν(ε) | θα κλωσάν(ε) - κλωσούν(ε) | να κλωσάν(ε) - κλωσούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλώσησα | θα κλωσήσω | να κλωσήσω | κλωσήσει | ||
β' ενικ. | κλώσησες | θα κλωσήσεις | να κλωσήσεις | κλώσα - κλώσησε | ||
γ' ενικ. | κλώσησε | θα κλωσήσει | να κλωσήσει | |||
α' πληθ. | κλωσήσαμε | θα κλωσήσουμε | να κλωσήσουμε | |||
β' πληθ. | κλωσήσατε | θα κλωσήσετε | να κλωσήσετε | κλωσήστε | ||
γ' πληθ. | κλώσησαν κλωσήσαν(ε) |
θα κλωσήσουν(ε) | να κλωσήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλωσήσει | είχα κλωσήσει | θα έχω κλωσήσει | να έχω κλωσήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλωσήσει | είχες κλωσήσει | θα έχεις κλωσήσει | να έχεις κλωσήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κλωσήσει | είχε κλωσήσει | θα έχει κλωσήσει | να έχει κλωσήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλωσήσει | είχαμε κλωσήσει | θα έχουμε κλωσήσει | να έχουμε κλωσήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλωσήσει | είχατε κλωσήσει | θα έχετε κλωσήσει | να έχετε κλωσήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κλωσήσει | είχαν κλωσήσει | θα έχουν κλωσήσει | να έχουν κλωσήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλωσιέμαι | κλωσιόμουν(α) | θα κλωσιέμαι | να κλωσιέμαι | ||
β' ενικ. | κλωσιέσαι | κλωσιόσουν(α) | θα κλωσιέσαι | να κλωσιέσαι | ||
γ' ενικ. | κλωσιέται | κλωσιόταν(ε) | θα κλωσιέται | να κλωσιέται | ||
α' πληθ. | κλωσιόμαστε | κλωσιόμαστε κλωσιόμασταν |
θα κλωσιόμαστε | να κλωσιόμαστε | ||
β' πληθ. | κλωσιέστε | κλωσιόσαστε κλωσιόσασταν |
θα κλωσιέστε | να κλωσιέστε | κλωσιέστε | |
γ' πληθ. | κλωσιούνται | κλωσιόνταν(ε) κλωσιούνταν κλωσιόντουσαν |
θα κλωσιούνται | να κλωσιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλωσήθηκα | θα κλωσηθώ | να κλωσηθώ | κλωσηθεί | ||
β' ενικ. | κλωσήθηκες | θα κλωσηθείς | να κλωσηθείς | κλωσήσου | ||
γ' ενικ. | κλωσήθηκε | θα κλωσηθεί | να κλωσηθεί | |||
α' πληθ. | κλωσηθήκαμε | θα κλωσηθούμε | να κλωσηθούμε | |||
β' πληθ. | κλωσηθήκατε | θα κλωσηθείτε | να κλωσηθείτε | κλωσηθείτε | ||
γ' πληθ. | κλωσήθηκαν κλωσηθήκαν(ε) |
θα κλωσηθούν(ε) | να κλωσηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κλωσηθεί | είχα κλωσηθεί | θα έχω κλωσηθεί | να έχω κλωσηθεί | κλωσημένος | |
β' ενικ. | έχεις κλωσηθεί | είχες κλωσηθεί | θα έχεις κλωσηθεί | να έχεις κλωσηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κλωσηθεί | είχε κλωσηθεί | θα έχει κλωσηθεί | να έχει κλωσηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κλωσηθεί | είχαμε κλωσηθεί | θα έχουμε κλωσηθεί | να έχουμε κλωσηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κλωσηθεί | είχατε κλωσηθεί | θα έχετε κλωσηθεί | να έχετε κλωσηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κλωσηθεί | είχαν κλωσηθεί | θα έχουν κλωσηθεί | να έχουν κλωσηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κλωσάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.