κλινάριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλινάριον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κλινάριον, υποκοριστικό του κλίνη, χωρίς να διατηρεί την υποκοριστική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλινάριον ουδέτερο
- (έπιπλο) κρεβάτι
- ※ 14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 496 (493-496), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
- ποιοῦσιν σάκτια ψιλὰ καὶ µεγαλοπλουμάτα
ἃ ὁ σουλτάνος κάθηται κι ὅλοι οἱ ἀμηράδες·
ἁπλῶς καὶ πᾶσα γενεὰ, Ῥωμαῖοί τε καὶ Φράγκοι,
χρῶνταί τα εἰς κλινάρια καὶ εἰς τὰ στρώµατά τους.
- ποιοῦσιν σάκτια ψιλὰ καὶ µεγαλοπλουμάτα
- ※ 14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 496 (493-496), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- κλινάρια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλίνη
Πηγές
επεξεργασία- κλινάριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- κλινάριον σελ.197, Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κλινάριον | τὰ | κλινάριᾰ |
γενική | τοῦ | κλιναρίου | τῶν | κλιναρίων |
δοτική | τῷ | κλιναρίῳ | τοῖς | κλιναρίοις |
αιτιατική | τὸ | κλινάριον | τὰ | κλινάριᾰ |
κλητική ὦ! | κλινάριον | κλινάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλιναρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κλιναρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλινάριον < κλίν(η) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλινάριον, -ου ουδέτερο
- (έπιπλο, υποκοριστικό) μικρό κρεβάτι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 239 @poesialatina.it
- κλινάριον
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας Επίκτητος, Ἀρριανοῦ τῶν Ἐπικτήτου Διατριβῶν, 3.5.13 @scaife.perseus
- ἀλλʼ ἐπὶ κλιναρίου κομψοῦ ἐν οἴκῳ κατεκείμην. — ἄπιθί σου ἐπὶ τὸ κλινάριον· ἢ ὑγιαίνων ἄξιος εἶ ἐπὶ τοιούτου κατακεῖσθαι. μὴ τοίνυν ἀπόλλυε, ἃ δύνασαι ἐκεῖ ποιεῖν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 239 @poesialatina.it
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλίνη
Πηγές
επεξεργασία- κλινάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.