Ετυμολογία

επεξεργασία
κλινάριν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλινάριν < αρχαία ελληνική κλινάριον < κλίνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλινάριν ουδέτερο

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλινάριν < κλινάρ(ιον) + -ιν
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: κυπριακά: κλινάριν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλινάριν ουδέτερο

  • άλλη μορφή του κλινάριον: κρεβάτι
    άλλες μορφές: κλινάρι
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 71 (70-71) @georgakas.lit.auth.gr
    σὺ εἶσαι Πτωχοπρόδρομος καὶ ἐγώ ἠμην Ματσουκίνη,
    σὺ ἐκοιμῶ εἰς τὸ ψιαθὶν καὶ ἐγὼ εἰς τὸ κλινάριν·
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
    ※  13ος/14ος αιώνας, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, ανωνύμου, στίχ. 1039 (1037-1039)
    Ἡ Φαιδροκάζα ἐδιέβηκε μετ' αύτου τοῦ Βελθάνδρου,
    ὁ ρήγας μὲ τὴν ρήγαινα, ἡ κόρη ἡ Χρυσάντζα
    ὑπᾷ πρὸς τὸ κλινάριν της, τό 'χε συνηθισμένον·
    Εμμανουήλ Κριαράς, (επιμ.), Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αετός, Αθήνα 1955, σελ. 121, 266