Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλειστότητα οι κλειστότητες
      γενική της κλειστότητας των κλειστοτήτων
    αιτιατική την κλειστότητα τις κλειστότητες
     κλητική κλειστότητα κλειστότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλειστότητα < κλειστός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική secrecy)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλειστότητα θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία