κλειστότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλειστότητα < κλειστός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική secrecy)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλειστότητα θηλυκό
- (λόγιο) (νεολογισμός) η ιδιότητα του κλειστού, του μυστικού, του προστατευμένου
- Ανοικτότητα και κλειστότητα στην Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση (*)