↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοικτότητα οι ανοικτότητες
      γενική της ανοικτότητας των ανοικτοτήτων
    αιτιατική την ανοικτότητα τις ανοικτότητες
     κλητική ανοικτότητα ανοικτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοικτότητα < ανοικτός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική openness)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανοικτότητα θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία