• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

κλειδαράς

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλειδαράς οι κλειδαράδες
      γενική του κλειδαρά των κλειδαράδων
    αιτιατική τον κλειδαρά τους κλειδαράδες
     κλητική κλειδαρά κλειδαράδες
όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κλειδαράς < κλειδαρ(ιά) + -άς

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κλειδαράς αρσενικό

  • τεχνίτης που κατασκευάζει κλειδιά και ανοίγει, επισκευάζει κλειδαριές

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κλειδαράς
  • αγγλικά : locksmith (en)
  • γαλλικά : serrurier (fr)
  • ισπανικά : cerrajero (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κλειδαράς&oldid=4853159"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Σεπτεμβρίου 2020, στις 19:36

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Σεπτεμβρίου 2020, στις 19:36.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie