Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλειδαράς
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κλειδαρ
άς
οι
κλειδαρ
άδες
γενική
του
κλειδαρ
ά
των
κλειδαρ
άδων
αιτιατική
τον
κλειδαρ
ά
τους
κλειδαρ
άδες
κλητική
κλειδαρ
ά
κλειδαρ
άδες
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
κλειδαράς
<
κλειδαρ(ιά)
+
-άς
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
κλειδαράς
αρσενικό
τεχνίτης
που κατασκευάζει
κλειδιά
και ανοίγει, επισκευάζει
κλειδαριές
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
κλειδαράς
αγγλικά
:
locksmith
(en)
γαλλικά
:
serrurier
(fr)
ισπανικά
:
cerrajero
(es)