κλαστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κλαστήριον | τὰ | κλαστήριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κλαστηρίου | τῶν | κλαστηρίων | ||||
δοτική | τῷ | κλαστηρίῳ | τοῖς | κλαστηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | κλαστήριον | τὰ | κλαστήριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κλαστήριον | κλαστήριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλαστηρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κλαστηρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαστήριον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαστήριον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (εργαλείο) κλαδευτήρι, δρεπάνι για κλάδεμα αμπελιού
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
- κλαστήριον: δρέπανον S. τὸ τῆς ἀμπέλου <φύλλα τέμνον>
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κλαστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.