Ετυμολογία

επεξεργασία
κλαστάζω < κλαστ(ός) + -άζω < κλάω

κλαστάζω

  1. κλαδεύω αμπέλι
  2. (μεταφορικά, μεταβατικό) ταπεινώνω κάποιον, του κόβω τα φτερά
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 166 (164-167)
    [ΟΙ. Α’] τούτων ἁπάντων αὐτὸς ἀρχέλας ἔσει, | καὶ τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν λιμένων καὶ τῆς πυκνός· | βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις, | δήσεις, φυλάξεις, ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις.
    [ΠΡ. Δ.] Όλων αυτών θα γίνεις αυτοκράτορας, και της αγοράς και των λιμανιών και της Πνύκας· θα τσαλαπατήσεις τη βουλή, θα κουτσουρέψεις τους στρατηγούς, θ᾽ αλυσοδέσεις, θα μπουντρουμιάσεις, θα κάνεις το πρυτανείο μπουρδέλο.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία