κλαστάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακλαστάζω
- κλαδεύω αμπέλι
- (μεταφορικά, μεταβατικό) ταπεινώνω κάποιον, του κόβω τα φτερά
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 166 (164-167)
- [ΟΙ. Α’] τούτων ἁπάντων αὐτὸς ἀρχέλας ἔσει, | καὶ τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν λιμένων καὶ τῆς πυκνός· | βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις, | δήσεις, φυλάξεις, ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις.
- [ΠΡ. Δ.] Όλων αυτών θα γίνεις αυτοκράτορας, και της αγοράς και των λιμανιών και της Πνύκας· θα τσαλαπατήσεις τη βουλή, θα κουτσουρέψεις τους στρατηγούς, θ᾽ αλυσοδέσεις, θα μπουντρουμιάσεις, θα κάνεις το πρυτανείο μπουρδέλο.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- [ΟΙ. Α’] τούτων ἁπάντων αὐτὸς ἀρχέλας ἔσει, | καὶ τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν λιμένων καὶ τῆς πυκνός· | βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις, | δήσεις, φυλάξεις, ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 166 (164-167)
Συγγενικά
επεξεργασία- κλαστήριον
- κλάστης
- → και δείτε τις λέξεις κλαστός και κλάω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κλαστάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλαστάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.