κιλλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κιλλός | ἡ | κιλλή | τὸ | κιλλόν |
γενική | τοῦ | κιλλοῦ | τῆς | κιλλῆς | τοῦ | κιλλοῦ |
δοτική | τῷ | κιλλῷ | τῇ | κιλλῇ | τῷ | κιλλῷ |
αιτιατική | τὸν | κιλλόν | τὴν | κιλλήν | τὸ | κιλλόν |
κλητική ὦ! | κιλλέ | κιλλή | κιλλόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | κιλλοί | αἱ | κιλλαί | τὰ | κιλλᾰ́ |
γενική | τῶν | κιλλῶν | τῶν | κιλλῶν | τῶν | κιλλῶν |
δοτική | τοῖς | κιλλοῖς | ταῖς | κιλλαῖς | τοῖς | κιλλοῖς |
αιτιατική | τοὺς | κιλλούς | τὰς | κιλλᾱ́ς | τὰ | κιλλᾰ́ |
κλητική ὦ! | κιλλοί | κιλλαί | κιλλᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιλλώ | τὼ | κιλλᾱ́ | τὼ | κιλλώ |
γεν-δοτ | τοῖν | κιλλοῖν | τοῖν | κιλλαῖν | τοῖν | κιλλοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιλλός (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακιλλός, -ή, όν (ελληνιστική κοινή)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κιλλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.