κιζερίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιζερίτης < αγγλική kieserite < γερμανική Dietrich Georg von Kieser < kiesen (επιλέγω, διαλέγω) < πρωτογερμανική *keusaną (επιλέγω, διαλέγω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιζερίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) μονοένυδρη μορφή του θειικού μαγνησίου (MgSO₄·H₂Ο), που χρησιμοποιείται ως λίπασμα