πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεφαλαιοκρατισμός οι κεφαλαιοκρατισμοί
      γενική του κεφαλαιοκρατισμού των κεφαλαιοκρατισμών
    αιτιατική τον κεφαλαιοκρατισμό τους κεφαλαιοκρατισμούς
     κλητική κεφαλαιοκρατισμέ κεφαλαιοκρατισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κεφαλαιοκρατισμός < κεφαλαιο- + κράτος + -ισμός, απόδοση για τη γαλλική capitalisme(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
ΔΦΑ : /ce.fa.le.o.kɾa.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφαλαιοκρατισμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεφαλαιοκρατισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία