Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κερεστετζής οι κερεστετζήδες
      γενική του κερεστετζή των κερεστετζήδων
    αιτιατική τον κερεστετζή τους κερεστετζήδες
     κλητική κερεστετζή κερεστετζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερεστετζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική keresteci

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κερεστετζής αρσενικό

  1. (κρητικά, επάγγελμα) έμπορος ξυλείας
  2. (κρητικά) (μεταφορικά) ψεύτης, απατεώνας

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014