Δείτε επίσης: κεράτωση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κερατίαση οι κερατιάσεις
      γενική της κερατίασης* των κερατιάσεων
    αιτιατική την κερατίαση τις κερατιάσεις
     κλητική κερατίαση κερατιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κερατιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερατίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική keratiasis < αρχαία ελληνική κέρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κερατίαση θηλυκό

  1. (ιατρική) η εμφάνιση σκληρών εξογκωμάτων, που μοιάζουν με μικρό κέρατο
  2. (ιατρική) άλλη μορφή του κεράτωση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία