κερατίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κερατίαση | οι | κερατιάσεις |
γενική | της | κερατίασης* | των | κερατιάσεων |
αιτιατική | την | κερατίαση | τις | κερατιάσεις |
κλητική | κερατίαση | κερατιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κερατιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερατίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική keratiasis < αρχαία ελληνική κέρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
κερατίαση θηλυκό
- (ιατρική) η εμφάνιση σκληρών εξογκωμάτων, που μοιάζουν με μικρό κέρατο
- (ιατρική) άλλη μορφή του κεράτωση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κερατίαση