κεράτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεράτωση | οι | κερατώσεις |
γενική | της | κεράτωσης* | των | κερατώσεων |
αιτιατική | την | κεράτωση | τις | κερατώσεις |
κλητική | κεράτωση | κερατώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κερατώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεράτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική keratosis < αρχαία ελληνική κέρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεράτωση θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- keratosis στην αγγλική Βικιπαίδεια