κεντροαριστερά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεντροαριστερά | ||
γενική | της | κεντροαριστεράς | ||
αιτιατική | την | κεντροαριστερά | ||
κλητική | κεντροαριστερά | |||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακεντροαριστερά < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κεντροαριστερός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεντροαριστερά θηλυκό
- (πολιτική) ο πολιτικός χώρος που βρίσκεται προς τα αριστερά αλλά πιο κοντά προς το κέντρο, στο πολιτικό φάσμα από δεξιά προς τα αριστερά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεντροαριστερά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακεντροαριστερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κεντροαριστερός