Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεντροαμερικανικός η κεντροαμερικανική το κεντροαμερικανικό
      γενική του κεντροαμερικανικού της κεντροαμερικανικής του κεντροαμερικανικού
    αιτιατική τον κεντροαμερικανικό την κεντροαμερικανική το κεντροαμερικανικό
     κλητική κεντροαμερικανικέ κεντροαμερικανική κεντροαμερικανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεντροαμερικανικοί οι κεντροαμερικανικές τα κεντροαμερικανικά
      γενική των κεντροαμερικανικών των κεντροαμερικανικών των κεντροαμερικανικών
    αιτιατική τους κεντροαμερικανικούς τις κεντροαμερικανικές τα κεντροαμερικανικά
     κλητική κεντροαμερικανικοί κεντροαμερικανικές κεντροαμερικανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεντροαμερικανικός < Κεντροαμερικαν(ός) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cen.dɾo.a.me.ɾi.ka.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ντρο‐α‐με‐ρι‐κα‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

κεντροαμερικανικός, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία