↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κελυφωτός η κελυφωτή το κελυφωτό
      γενική του κελυφωτού της κελυφωτής του κελυφωτού
    αιτιατική τον κελυφωτό την κελυφωτή το κελυφωτό
     κλητική κελυφωτέ κελυφωτή κελυφωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κελυφωτοί οι κελυφωτές τα κελυφωτά
      γενική των κελυφωτών των κελυφωτών των κελυφωτών
    αιτιατική τους κελυφωτούς τις κελυφωτές τα κελυφωτά
     κλητική κελυφωτοί κελυφωτές κελυφωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κελυφωτός < κέλυφ(ος) + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

κελυφωτός, -ή, -ό

  1. (βοτανική, για καρπούς) που έχει κέλυφος
  2. (οικοδομική, για κτίσματα) που έχει κέλυφος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • κελυφωτόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)