κεκέδισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ceˈce.ði.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐κέ‐δι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεκέδισμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κεκές
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεκέδισμα
|