κεκεδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ceˈði.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐κε‐δί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακεκεδίζω, αόρ.: κεκέδισα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κεκές
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κεκεδίζω | κεκέδιζα | θα κεκεδίζω | να κεκεδίζω | κεκεδίζοντας | |
β' ενικ. | κεκεδίζεις | κεκέδιζες | θα κεκεδίζεις | να κεκεδίζεις | κεκέδιζε | |
γ' ενικ. | κεκεδίζει | κεκέδιζε | θα κεκεδίζει | να κεκεδίζει | ||
α' πληθ. | κεκεδίζουμε | κεκεδίζαμε | θα κεκεδίζουμε | να κεκεδίζουμε | ||
β' πληθ. | κεκεδίζετε | κεκεδίζατε | θα κεκεδίζετε | να κεκεδίζετε | κεκεδίζετε | |
γ' πληθ. | κεκεδίζουν(ε) | κεκέδιζαν κεκεδίζαν(ε) |
θα κεκεδίζουν(ε) | να κεκεδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κεκέδισα | θα κεκεδίσω | να κεκεδίσω | κεκεδίσει | ||
β' ενικ. | κεκέδισες | θα κεκεδίσεις | να κεκεδίσεις | κεκέδισε | ||
γ' ενικ. | κεκέδισε | θα κεκεδίσει | να κεκεδίσει | |||
α' πληθ. | κεκεδίσαμε | θα κεκεδίσουμε | να κεκεδίσουμε | |||
β' πληθ. | κεκεδίσατε | θα κεκεδίσετε | να κεκεδίσετε | κεκεδίστε | ||
γ' πληθ. | κεκέδισαν κεκεδίσαν(ε) |
θα κεκεδίσουν(ε) | να κεκεδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κεκεδίσει | είχα κεκεδίσει | θα έχω κεκεδίσει | να έχω κεκεδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κεκεδίσει | είχες κεκεδίσει | θα έχεις κεκεδίσει | να έχεις κεκεδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κεκεδίσει | είχε κεκεδίσει | θα έχει κεκεδίσει | να έχει κεκεδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κεκεδίσει | είχαμε κεκεδίσει | θα έχουμε κεκεδίσει | να έχουμε κεκεδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κεκεδίσει | είχατε κεκεδίσει | θα έχετε κεκεδίσει | να έχετε κεκεδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κεκεδίσει | είχαν κεκεδίσει | θα έχουν κεκεδίσει | να έχουν κεκεδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεκεδίζω
|