• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κεκές

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Παράγωγα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεκές οι κεκέδες
      γενική του κεκέ των κεκέδων
    αιτιατική τον κεκέ τους κεκέδες
     κλητική κεκέ κεκέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική keke (τραυλός) + -ς

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ceˈces/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐κές

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεκές αρσενικό

  • (οικείο, μειωτικό) τραυλός

Παράγωγα

επεξεργασία
  • κεκεδίζω
  • κεκέδισμα
  • κεκεδισμός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κεκές
  • → δείτε τη λέξη τραυλός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κεκές&oldid=5309404"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 21:02

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 21:02.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας