Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κειμηλιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κειμηλιακ
ός
η
κειμηλιακ
ή
το
κειμηλιακ
ό
γενική
του
κειμηλιακ
ού
της
κειμηλιακ
ής
του
κειμηλιακ
ού
αιτιατική
τον
κειμηλιακ
ό
την
κειμηλιακ
ή
το
κειμηλιακ
ό
κλητική
κειμηλιακ
έ
κειμηλιακ
ή
κειμηλιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κειμηλιακ
οί
οι
κειμηλιακ
ές
τα
κειμηλιακ
ά
γενική
των
κειμηλιακ
ών
των
κειμηλιακ
ών
των
κειμηλιακ
ών
αιτιατική
τους
κειμηλιακ
ούς
τις
κειμηλιακ
ές
τα
κειμηλιακ
ά
κλητική
κειμηλιακ
οί
κειμηλιακ
ές
κειμηλιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κειμηλιακός
<
κειμήλιο
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
κειμηλιακός
που έχει
σχέση
με
κειμήλιο
/
κειμήλια
ή αναφέρεται σ' αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κειμηλιακός