Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κειμενογραφία οι κειμενογραφίες
      γενική της κειμενογραφίας των κειμενογραφιών
    αιτιατική την κειμενογραφία τις κειμενογραφίες
     κλητική κειμενογραφία κειμενογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κειμενογραφία < κείμεν(ο) + -ο- + -γραφία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.me.no.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κει‐με‐νο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κειμενογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr