κειμενογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.me.no.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κει‐με‐νο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
κειμενογραφία θηλυκό
- (νεολογισμός) το σύνολο των γραπτών κειμένων ενός συγγραφέα ή μιας εποχής
- ※ Είναι φρικτός αγγλισμός να μιλά κάποιος για «αναδυόμενους καλλιτέχνες» ως κατά λέξη μετάφραση της πολύ συχνά εμφανιζόμενης διατύπωσης «emerging artist» στην αγγλόφωνη κειμενογραφία για τις εικαστικές τέχνες. (M. Hulot & Γιάννης Κωνσταντινίδης, Η νέα γενιά των εικαστικών: 10 καλλιτέχνες σε δημιουργική έξαρση εν μέσω πανδημίας, lifo.gr, 31 Ιανουαρίου 2021)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κειμενογραφία
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr