καϊξής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καϊξής | οι | καϊξήδες |
γενική | του | καϊξή | των | καϊξήδων |
αιτιατική | τον | καϊξή | τους | καϊξήδες |
κλητική | καϊξή | καϊξήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καϊξής < (άμεσο δάνειο) τουρκική kayıkçı < kayık
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαϊξής αρσενικό
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) ο καπετάνιος (ή ο ιδιοκτήτης) ενός καϊκιού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καϊξής
|