καυλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καυλίτσα | οι | καυλίτσες |
γενική | της | καυλίτσας | — | |
αιτιατική | την | καυλίτσα | τις | καυλίτσες |
κλητική | καυλίτσα | καυλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καυλίτσα < καύλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα ή του ουδέτερου καυλί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈvli.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καυ‐λί‐τσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαυλίτσα θηλυκό
- (προφορικό) υποκοριστικό του καύλα ή καυλί
- (χυδαίο) η προκλητική γυναικεία παρουσία ή γενικότερα οτιδήποτε προκαλεί έντονη καύλα (σεξουαλική) διάθεση.
- ⮡ Η γραμματέας μου είναι σκέτη καυλίτσα, φοράει κάτι μίνι φούστες, έχει και μεγάλο στήθος.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καυλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καύλα
ερεθιστικός
|