Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατασχέσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατασχέσιμ
ος
η
κατασχέσιμ
η
το
κατασχέσιμ
ο
γενική
του
κατασχέσιμ
ου
της
κατασχέσιμ
ης
του
κατασχέσιμ
ου
αιτιατική
τον
κατασχέσιμ
ο
την
κατασχέσιμ
η
το
κατασχέσιμ
ο
κλητική
κατασχέσιμ
ε
κατασχέσιμ
η
κατασχέσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατασχέσιμ
οι
οι
κατασχέσιμ
ες
τα
κατασχέσιμ
α
γενική
των
κατασχέσιμ
ων
των
κατασχέσιμ
ων
των
κατασχέσιμ
ων
αιτιατική
τους
κατασχέσιμ
ους
τις
κατασχέσιμ
ες
τα
κατασχέσιμ
α
κλητική
κατασχέσιμ
οι
κατασχέσιμ
ες
κατασχέσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατασχέσιμος
<
κατάσχω
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
κατασχέσιμος
που
μπορεί
να
κατασχεθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κατασχετός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατασχέσιμος
→
δείτε
τη λέξη
κατασχετός