καταρρίχηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταρρίχηση | οι | καταρριχήσεις |
γενική | της | καταρρίχησης* | των | καταρριχήσεων |
αιτιατική | την | καταρρίχηση | τις | καταρριχήσεις |
κλητική | καταρρίχηση | καταρριχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταρριχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταρρίχηση < καταρριχώμαι + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταρρίχηση θηλυκό
- η τεχνική κατάβασης από βράχο ή η κατάβαση σε φαράγγι μετά την αναρρίχηση