Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπόρφυρος η καταπόρφυρη το καταπόρφυρο
      γενική του καταπόρφυρου της καταπόρφυρης του καταπόρφυρου
    αιτιατική τον καταπόρφυρο την καταπόρφυρη το καταπόρφυρο
     κλητική καταπόρφυρε καταπόρφυρη καταπόρφυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπόρφυροι οι καταπόρφυρες τα καταπόρφυρα
      γενική των καταπόρφυρων των καταπόρφυρων των καταπόρφυρων
    αιτιατική τους καταπόρφυρους τις καταπόρφυρες τα καταπόρφυρα
     κλητική καταπόρφυροι καταπόρφυρες καταπόρφυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπόρφυρος < (ελληνιστική κοινήκαταπόρφυρος < κατά + αρχαία ελληνική πορφύρα

  Επίθετο επεξεργασία

καταπόρφυρος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία