καταπόρφυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπόρφυρος < (ελληνιστική κοινή) καταπόρφυρος < κατά + αρχαία ελληνική πορφύρα
Επίθετο
επεξεργασίακαταπόρφυρος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπόρφυρος
|
καταπόρφυρος, -η, -ο
|