Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπληχτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταπληχτικ
ός
η
καταπληχτικ
ή
το
καταπληχτικ
ό
γενική
του
καταπληχτικ
ού
της
καταπληχτικ
ής
του
καταπληχτικ
ού
αιτιατική
τον
καταπληχτικ
ό
την
καταπληχτικ
ή
το
καταπληχτικ
ό
κλητική
καταπληχτικ
έ
καταπληχτικ
ή
καταπληχτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταπληχτικ
οί
οι
καταπληχτικ
ές
τα
καταπληχτικ
ά
γενική
των
καταπληχτικ
ών
των
καταπληχτικ
ών
των
καταπληχτικ
ών
αιτιατική
τους
καταπληχτικ
ούς
τις
καταπληχτικ
ές
τα
καταπληχτικ
ά
κλητική
καταπληχτικ
οί
καταπληχτικ
ές
καταπληχτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταπληχτικός
<
καταπληκτικός
<
ελληνιστική κοινή
καταπληκτικός
Επίθετο
επεξεργασία
καταπληχτικός
άλλη μορφή
του
καταπληκτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπληχτικός
→
δείτε
τη λέξη
καταπληκτικός