Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπληχτικά < καταπληχτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

καταπληχτικά

→ δείτε τη λέξη  καταπληκτικά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καταπληχτικά