Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδυναστευτικός η καταδυναστευτική το καταδυναστευτικό
      γενική του καταδυναστευτικού της καταδυναστευτικής του καταδυναστευτικού
    αιτιατική τον καταδυναστευτικό την καταδυναστευτική το καταδυναστευτικό
     κλητική καταδυναστευτικέ καταδυναστευτική καταδυναστευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδυναστευτικοί οι καταδυναστευτικές τα καταδυναστευτικά
      γενική των καταδυναστευτικών των καταδυναστευτικών των καταδυναστευτικών
    αιτιατική τους καταδυναστευτικούς τις καταδυναστευτικές τα καταδυναστευτικά
     κλητική καταδυναστευτικοί καταδυναστευτικές καταδυναστευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταδυναστευτικός < καταδυναστεύ(ω) + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

καταδυναστευτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία