καταδυναστευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταδυναστευτικός < καταδυναστεύ(ω) + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
καταδυναστευτικός, -ή, -ό
- που καταδυναστεύει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δυνάστης
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταδυναστευτικός
|