καταγράψιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταγράψιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακαταγράψιμος, -η, -ο
- που δύναται να καταγράφει
Συναφείς όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- αγγλικά : registerable (en)· εγγράψιμος: recordable (en)