κατάστιχον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κατάστιχον | τὰ | κατάστιχᾰ |
γενική | τοῦ | καταστίχου | τῶν | καταστίχων |
δοτική | τῷ | καταστίχῳ | τοῖς | καταστίχοις |
αιτιατική | τὸ | κατάστιχον | τὰ | κατάστιχᾰ |
κλητική ὦ! | κατάστιχον | κατάστιχᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταστίχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταστίχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάστιχον < (συνεκφορά) κατά στίχον < αρχαία ελληνική στίχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάστιχον ουδέτερο